Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπλοφάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλοφάρω [blofáro] Ρ6α : ενεργώ έτσι, ώστε να δημιουργηθεί στον αντίπαλό μου ψεύτικη εντύπωση για τις αληθινές προθέσεις ή δυνατότητές μου· κάνω μπλόφα: ~ στα χαρτιά / στις διαπραγματεύσεις.

[μπλόφ(α) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go