Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπλοφάρω [blofáro] Ρ6α : ενεργώ έτσι, ώστε να δημιουργηθεί στον αντίπαλό μου ψεύτικη εντύπωση για τις αληθινές προθέσεις ή δυνατότητές μου· κάνω μπλόφα: ~ στα χαρτιά / στις διαπραγματεύσεις.
[μπλόφ(α) -άρω]



