Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπλαζέ [blazé] Ε (άκλ.) : (για πρόσ.) που τα αισθήματα και τα συναισθήματά του έχουν χάσει την έντασή τους, που τίποτα δεν τον συγκινεί: Ένας τύπος ~. Ύφος άβουλο, αδιάφορο κι αρκετά ~. || (ως ουσ.): Kάνει / παριστάνει τον ~.
[λόγ. < γαλλ. blasé]



