Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπλαζέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπλαζέ [blazé] Ε (άκλ.) : (για πρόσ.) που τα αισθήματα και τα συναισθήματά του έχουν χάσει την έντασή τους, που τίποτα δεν τον συγκινεί: Ένας τύπος ~. Ύφος άβουλο, αδιάφορο κι αρκετά ~. || (ως ουσ.): Kάνει / παριστάνει τον ~.

[λόγ. < γαλλ. blasé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες