Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιτ [bít] επίρρ. τροπ. : (οικ.) εντελώς, καθόλου· ντιπ.
[τουρκ. bit `τέλειωνε!΄, προστ. του ρ. biter]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιτ το [bít] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) μονάδα μέτρησης της ποσότητας της πληροφορίας, εκφρασμένη στο δυαδικό σύστημα.
[λόγ. < αγγλ. bit (σύντμ. της φρ. b(inary dig)it `δυαδικό ψηφίο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπιτίζω [bitízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) τελειώνω.
[τουρκ. bitt(i) γ' εν. αορ. του ρ. biter `τελειώνω΄ -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπιτσάρος, επίθ.
-
- Ευέξαπτος, οργίλος· που η εμφάνισή του προκαλεί φόβο· (εδώ ειρων.):
- Τρομάσσουσι, γιατί πολλά σε βλέπουσι μπιτσάρο (Στάθ. Γ́ 2).
[<ιταλ. bizzarro. T. ‑τζ‑ σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]
- Ευέξαπτος, οργίλος· που η εμφάνισή του προκαλεί φόβο· (εδώ ειρων.):



