Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπιμπίλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιμπίλα η [bibíla] & μπιρμπίλα η [birbíla] Ο25α : λεπτή δαντέλα που γίνεται με βελόνα του ραψίματος και την τοποθετούν στο τελείωμα ρούχων, εσωρούχων, κεντημάτων.

[μπιρ-: ίσως τουρκ. bülbül dişi (bülbül `αηδόνι΄ dişi `θηλυκό ταίρι΄) με ανομ. των υγρών συμφ. [l-l > r-l] θηλ. κατά το δαντέλα· μπι-: ανομ. αποβ. του πρώτου υγρού συμφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go