Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπιμπίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιμπίκι το [bibíki] Ο44 : μικρό εξόγκωμα ή μαύρο στίγμα επάνω στο δέρμα, ιδίως του προσώπου, που οφείλεται σε απόφραξη των πόρων· (πρβ. ακμή): Kαθάρισμα του προσώπου από τα μπιμπίκια. Bγάζω μπιμπίκια.

[λ. νηπιακή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go