Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπηχτός, επίθ.,
- βλ. μπηκτός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπηχτός -ή -ό [bixtós] Ε1 : 1. (σπάν.) μπηγμένος. 2. (ως ουσ., προφ.) η μπηχτή: α. υπαινιγμός, συνήθ. ειρωνικός ή επιτιμητικός, για κπ.: Aν νομίζεις ότι κάποιος φταίει, μίλα καθαρά κι άσε τις μπηχτές. Πέταξε μια μπηχτή αλλά δεν έδωσα σημασία. β. χτύπημα με το χέρι, καρφωτό και συνήθ. ύπουλο: Tου έδωσε μια μπηχτή στην κοιλιά.
[μπηκ- (μπήγω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



