Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπετούγια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπετούγια η [betúja] & πετούγια η [petúja] Ο25α : η λαβή, συνήθ. μεταλλική, της πόρτας που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα ή για το κλείσιμό της· (πρβ. πόμολο).

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες