Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπερλίνα η [berlína] Ο25α : παιχνίδι που παίζεται από μια ομάδα και ένα άτομο, προς το οποίο τα μέλη της απευθύνουν διάφορα σκώμματα. ΦΡ έγινε ~, για πρόσωπο που έγινε αντικείμενο κοροϊδίας.
[ιταλ. berlina `ποινή δημόσιας έκθεσης με κολάρο όπου αναγραφόταν το έγκλημα του ενόχου, εξευτελισμός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπερλίνα η.
-
- Εξέδρα όπου εξέθεταν δημόσια τους κακοποιούς πριν τους τιμωρήσουν· φρ. ανεβαίνω ή μπαίνω στη μπερλίνα = διαπομπεύομαι:
- (Κατζ. Έ́ 410), (Ά 362).
[<ιταλ. berlina. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Εξέδρα όπου εξέθεταν δημόσια τους κακοποιούς πριν τους τιμωρήσουν· φρ. ανεβαίνω ή μπαίνω στη μπερλίνα = διαπομπεύομαι:



