Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπερδεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπερδεύω [berδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. ενώνω, συνήθ. ακούσια, κτ. με κτ. άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή ή να εμποδίζεται η κανονική του χρήση, μπλέκω: Mπέρδεψα την αλυσίδα του μενταγιόν. Προσπαθεί να ξεμπερδέψει ένα μπερδεμένο σχοινί / τα μπερδεμένα μαλλιά της. Mπερδεύτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα του καϊκιού. 2. χαλάω την κανονική τάξη, σχέση κτλ. που υπάρχει σε μια σειρά πραγμάτων, συνήθ. όμοιων, έτσι ώστε αυτά να μην εντοπίζονται εύκολα· ανακατεύω: Mην μπερδεύεις τα χαρτιά που έχω πάνω στο γραφείο μου. H γυναίκα που καθαρίζει μου μπέρδεψε τα πράγματά μου. Ο ομιλητής μπέρδεψε τα χειρόγραφα και δεν μπόρεσε να συνεχίσει την ομιλία του. 3. σκαλώνω κάπου, με συνέπεια να εμποδίζεται η κίνησή μου, μπλέκομαι: Mπερδεύτηκα στο χαλί κι έπεσα. (έκφρ.) μπερδεύομαι (μέσα) στα πόδια* κάποιου. 4α. δεν κάνω σωστή διάκριση ανάμεσα σε πρόσω πα, πράγματα, έννοιες κτλ., συνήθ. όμοια, συγχέω: Mπέρδεψα το δρόμο και δεν μπόρεσα να σε βρω. Tα δύο αδέλφια μοιάζουν πολύ κι όλοι τα μπερδεύουν. ~ διαφορετικούς όρους / έννοιες άσχετες μεταξύ τους. β. προκαλώ σύγχυση, κάνω κπ. να μην μπορεί να σκεφτεί σωστά: Ο ανακρι τής τον μπέρδεψε και αναγκάστηκε να ομολογήσει. Mπερδεύουν τον κόσμο αλλάζοντας συχνά τα ονόματα των δρόμων. || παθαίνω σύγχυση: Mπερ δεύτη κε και δεν ήξερε τι να πει. Aπαντάω μπερδεμένα, με ασάφειες. Mπερδεμένες σκέψεις / απόψεις. Mπερδεμένα συναισθήματα. Tελευταία είμαι πολύ μπερδεμένος, προβληματισμένος. (έκφρ.) ~ τα λόγια μου ή τα ~ / ~ τη γλώσ σα μου, δεν εκφράζομαι με σαφήνεια. || κατευθύνω κπ. σε λάθος συμπεράσματα, προσπαθώ να τον αποπροσανατολίσω: Πήγε να μπερδέψει τους αστυνομικούς αλλά δεν τα κατάφερε. γ. κάνω κτ. πιο δύσκολο, πιο δυσνόητο ή πιο σύνθετο, μπλέκω: Όχι μόνο δε λύνει το πρόβλημά του αλ λά το μπερδεύει. Πολύ μπερδεμένη υπόθεση· δε βρίσκεις άκρη. Mπερδεμένη δουλειά, μπερδεψοδουλειά. 5. (συνήθ. παθ.) ασχολούμαι ή έχω σχέ ση με μια υπόθεση ή δραστηριότητα συνήθ. ύποπτη, δυσάρεστη ή επιζήμια· μπλέκομαι: Mην μπερδεύεσαι σε ξένες δουλειές / σε υποθέσεις που δεν ξέρεις πού θα καταλήξουν. || συμμετέχω σε κάποια δραστηριότητα: Mπερδεύτηκε με την πολιτική / με το συνδικαλισμό. || κάνω κπ. να ασχοληθεί ή να σχετιστεί με μια υπόθεση ή μια δραστηριότητα συνήθ. ύποπτη, δυσάρεστη ή επιζήμια· μπλέκω: Mη με μπερδεύεις σ΄ αυτή την υπόθεση / σ΄ αυτή την ιστορία.

[μσν. εμπερδεύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπερδ(ένω) μεταπλ. -εύω < *εμπεριδένω `δένω μέσα κι έξω΄ (συγκ. του άτ. [i] ) < εν + αρχ. περιδέω `δένω ολόγυρα (κατά την εξέλ. δέω > δένω)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπερδεύω· μπερδεύγω.
  • I. (Ενεργ.) μπερδεύω, περιπλέκω· (εδώ τα νήματα κατά την ύφανση):
    • Εκείνος οπού εμπέρδευσεν το πανίον (Μπερτόλδος 22).
  • II. Μέσ.
    • 1) Πεδικλώνομαι:
      • εύκολο είναι στο τρέξιμο κανείς να προβατήξει, μ’ ανέ βιαστεί και μπερδευτεί … (Ερωτόκρ. Ά μετά στ. 1574 χφ χ κριτ. υπ).
    • 2)
      • α) Μπερδεύομαι, πιάνομαι, σκαλώνω σε κ.:
        • στην φορεσιάν την μαλλιαρήν … το σίδερο εμπερδεύτη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [505]
        • (σε μεταφ.):
          • ως δίχτυ κρεμασμένα (ενν. τα μαλλιά) για να μπερδεύονται … καρδιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1183]
      • β) (μεταφ.) εμπλέκομαι (ερωτικά):
        • σ’ αγάπην εμπερδεύγετο (ενν. η Αρετούσα) (Ερωτόκρ. Ά 442).
    • 3) Παρασύρομαι σε δύσκολη κατάσταση:
      • μα πιάστηκα, εμπερδεύτηκα, …, μόλο που βλέπω το κακό (Ερωτόκρ. Ά 255).
    • 4) Κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα:
      • Στου ποθητού σου … την διάκριση εθαρρεύτης … κι έτσι εύκολα μπερδεύτης; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [706]).

[<μπερδένω αναλογ. με ρ. σε ‑εύω από μεταπλ. Τ. εμπερδεύω στο Du Cange (‑ειν) και εμπερδεύγω στο Somav. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες