Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπερδεμός ο.
-
- Σύγχυση, περιπλοκή:
- ξετρέχω νά 'βγω από τέτοιο μπερδεμό (Ερωτόκρ. Ά 956).
[<μπερδεύω ή μπερδένω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Σύγχυση, περιπλοκή:



