Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπερδεμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπερδεμός ο.
  • Σύγχυση, περιπλοκή:
    • ξετρέχω νά 'βγω από τέτοιο μπερδεμό (Ερωτόκρ. Ά 956).

[<μπερδεύω ή μπερδένω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες