Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκροκανάτα η [bekrokanáta] Ο25α & μπεκροκανάτας ο [bekrokaná tas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (χλευ.) ο μπεκρής.
[μπεκρ(ής) -ο- + κανάτα· μπεκροκανάτ(α) -ας]



