Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπεκρής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεκρής ο [bekrís] Ο8 θηλ. μπεκρού [bekrú] Ο37 : (προφ.) αυτός που συχνά πίνει οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μέθυσος.

[τουρκ. bekri (από τα αραβ.) -ς· μπεκρ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go