Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεκερέλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεκερέλ το [bekerél] Ο (άκλ.) : μονάδα μετρήσεως της ραδιενέργειας.

[λόγ. < γαλλ. bequerel < ανθρωπων. Becquerel (όν. Γάλλου φυσικού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες