Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκ το [bék] Ο (άκλ.) : το λεπτό άκρο κάθε σωληνωτού εξαρτήματος μιας συσκευής που είναι διαμορφωμένο έτσι, ώστε να ελέγχεται η έξοδος του υλικού, ιδίως υγρού ή αερίου, που περνάει μέσα από αυτό: Δεν καίει η γκαζιέρα, γιατί βούλωσε το ~. Tο ~ της μάνικας.
[γαλλ. bec]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκάτσα η [bekátsa] Ο25 : πουλί που έχει πολλά χρώματα, μήκος τριάντα ως τριανταπέντε εκατοστά και ίσιο μακρύ ράμφος, ζει κοντά σε λίμνες ή σε ποτάμια και το κυνηγούν για το νόστιμο κρέας του· ξυλόκοτα.
[ιταλ. beccaccia ή βεν. becazza]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκερέλ το [bekerél] Ο (άκλ.) : μονάδα μετρήσεως της ραδιενέργειας.
[λόγ. < γαλλ. bequerel < ανθρωπων. Becquerel (όν. Γάλλου φυσικού)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκιάρης ο [bekáris] Ο11 θηλ. μπεκιάρισσα [bekárisa] Ο27α : (προφ.) ο εργένης.
[τουρκ. bekâr -ης· μπεκιάρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκιάρικος -η -ο [bekárikos] Ε5 : (προφ.) που αναφέρεται στον μπεκιάρη· εργένικος: Mπεκιάρικη ζωή.
[μπεκιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκρής ο [bekrís] Ο8 θηλ. μπεκρού [bekrú] Ο37 : (προφ.) αυτός που συχνά πίνει οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μέθυσος.
[τουρκ. bekri (από τα αραβ.) -ς· μπεκρ(ής) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπεκριλίκιν το.
-
- Το να είναι κανείς μέθυσος:
- (Συναδ. φ. 87v).
[<τουρκ. bekrilik. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (‑ι)]
- Το να είναι κανείς μέθυσος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκροκανάτα η [bekrokanáta] Ο25α & μπεκροκανάτας ο [bekrokaná tas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (χλευ.) ο μπεκρής.
[μπεκρ(ής) -ο- + κανάτα· μπεκροκανάτ(α) -ας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκρολογώ [bekroloγó] & -άω Ρ10.1α : (μειωτ.) μεθοκοπώ.
[μπεκρ(ής) -ο- + -λογώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεκροπίνω [bekropíno] Ρ πρτ. μπεκρόπινα, αόρ. μπεκρόπια, απαρέμφ. μπεκροπιεί : (μειωτ.) μεθοκοπώ.
[μπεκρ(ής) -ο- + πίνω]