Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπεζαχτάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζαχτάς ο [bezaxtás] Ο1 : (λαϊκότρ.) το ταμείο. || (επέκτ.) για χρηματικό ποσό ιδίως μεγάλο.

[τουρκ. bezahta ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go