Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπεζ
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζ [béz] Ε (άκλ.) : που έχει πολύ ανοιχτό καφέ χρώμα: ~ ρούχο. || (ως ουσ.) το μπεζ, το μπεζ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. beige]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζαχτάς ο [bezaxtás] Ο1 : (λαϊκότρ.) το ταμείο. || (επέκτ.) για χρηματικό ποσό ιδίως μεγάλο.

[τουρκ. bezahta ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπεζεριάνης ο,
βλ. μπαζιριάνης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση.

[τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζές ο [bezés] Ο13 : είδος γλυκίσματος που γίνεται από μαρέγκα και ζάχαρη, διαμορφώνεται σε κομμάτια και ψήνεται στο φούρνο.

[ίσως γαλλ. baiser `φίλημα΄ ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζεστένι το [bezesténi] Ο44 : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις.

[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπεζεστένι το· μπεζεστένιν· πεζεστάνιον· πεζεστένι.
  • Κλειστή, σκεπαστή αγορά πολύτιμων εμπορευμάτων (κυρίως υφασμάτων, κοσμημάτων, κλπ.):
    • βεστιοπρατήριον … περσιστί πεζεστάνιον (Δούκ. 42710
    • καίγουνται … όλοι οι καζάζηδες τρογύρου το μπεζεστένι (Συναδ. φ. 40v).

[<τουρκ. bezesten. Ο τ. ‑ά‑ <περσ. - τουρκ. bezestan (Mor. II 249). Ο τ. π‑ στο Meursius (‑η). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπεζιβέγκισσα η,
βλ. πεζεβέγκισσα.
[Λεξικό Κριαρά]
μπεζιριάνης ο,
βλ. μπαζιριάνης.
[Λεξικό Κριαρά]
μπεζονιάρει, απρόσ.,
βλ. μπιζονιάρει.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες