Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπεγλέρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεγλέρι το [beγléri] Ο44 : (λαϊκ.) το κομπολόι. || (παρωχ.) το ζάρι.

[ίσως παλ. τουρκ. beğler πληθ. του ουσ. beğ (παλ. τ. του bey = μπέης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεγλερίζω [beγlerízo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) κουνάω τα ζάρια μέσα στη χούφτα μου πριν τα ρίξω.

[μπεγλέρ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go