Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπε
106 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπε [bé] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του προβάτου, συνήθ. με το [e] παρατεταμένο.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπέγης ο,
βλ. μπέης.
[Λεξικό Κριαρά]
μπεγλάρμπεης, μπεγλέρμπεης, μπεγλερμπεής, μπεγλέρπεης, μπεγλερπεής ο,
βλ. μπεϊλέρμπεης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεγλέρι το [beγléri] Ο44 : (λαϊκ.) το κομπολόι. || (παρωχ.) το ζάρι.

[ίσως παλ. τουρκ. beğler πληθ. του ουσ. beğ (παλ. τ. του bey = μπέης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεγλερίζω [beγlerízo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) κουνάω τα ζάρια μέσα στη χούφτα μου πριν τα ρίξω.

[μπεγλέρ(ι) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζ [béz] Ε (άκλ.) : που έχει πολύ ανοιχτό καφέ χρώμα: ~ ρούχο. || (ως ουσ.) το μπεζ, το μπεζ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. beige]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζαχτάς ο [bezaxtás] Ο1 : (λαϊκότρ.) το ταμείο. || (επέκτ.) για χρηματικό ποσό ιδίως μεγάλο.

[τουρκ. bezahta ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπεζεριάνης ο,
βλ. μπαζιριάνης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση.

[τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζές ο [bezés] Ο13 : είδος γλυκίσματος που γίνεται από μαρέγκα και ζάχαρη, διαμορφώνεται σε κομμάτια και ψήνεται στο φούρνο.

[ίσως γαλλ. baiser `φίλημα΄ ]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...11   Next >
Go to page:Go