Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαϊπάς το [baipás] Ο (άκλ.) : (ιατρ.) παρακαμπτήρια οδός της κυκλοφορίας του αίματος με χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία τοποθετείται μόσχευμα ψηλότερα ή χαμηλότερα από το σημείο στένωσης ή απόφραξης αιμοφόρου αγγείου.
[λόγ. < αγγλ. bypass (μετακ. τόνου κατά τα δάνεια από τα γαλλ.)]



