Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπατάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπατάρω [batáro] Ρ6α μππ. μπαταρισμένος : (ιδ. για βάρκα ή πλοίο) 1. γέρνω προς τη μια πλευρά και ανατρέπομαι: Mπατάρισε το πλοίο από την καταιγίδα. 2. κάνω κτ. να μπατάρει, να ανατραπεί: Φύσηξε δυνατός άνεμος και μπατάρισε τη βάρκα.

[τουρκ. batar `βουλιάζω΄ ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπατάρω· αμπατάρω· αόρ. αμπατάρισα· μπατέρω.
  • Ά (Αμτβ.) χτυπιέμαι, συγκρούομαι:
    • πολλοί ξεσπαθωμένοι … μπατέροντας ολίγην ώρα με τους δέκα του Αρμάκιου … (Ζήν. Γ́ μετά στ. 96).
  • Β́ Μτβ.
    • 1)
      • α) Λογαριάζω, υπολογίζω· συνυπολογίζω:
        • αμπατάροντας εις κάθα μουζούρι υπέρπυρα ρ́ (Βαρούχ. 5869‑10· 5389
      • β) αφαιρώ από μια ποσότητα, από ένα σύνολο:
        • Το καναβάτσον θέλεις να το μοιράσεις εις επτά μερτικά και τες τέσσαρες αμπατάρισε διά τες πόντες (Καραβ. 49519).
    • 2) Εκτελώ (σε θεατρική παράσταση· εδώ εκτελώ, «παίζω» τη μορέσκα, βλ. ά.):
      • μπατέρουσι τη μορέσκα (Φορτουν. Ιντ. δ́́ μετά στ. 78· Στάθ. Ιντ. ά μετά στ. 42).

[<βεν. bater. Η λ. (Somav.) και τ. ‑έρνω σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 58, Χυτήρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες