Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπατάλια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπατάλια η· μπατάγια· πατάγια· πατάλια· παταλία· πατάλλια.
  • 1)
    • α) Μάχη:
      • εκεί μπατάγιες δόθηκαν και φοβεροί πολέμοι (Κορων., Μπούας 12
    • β) (σε μεταφ.):
      • καλήν μπατάλιαν έδωκεν ο Χάρος στην μεριάν του (Γεωργηλ., Θαν. 284).
  • 2) Προκ. για διαδικασία «αντιπαράστασης» στη διάρκεια δικαστικού αγώνα:
    • ημπορεί να έχει πατάλιαν, εάν θέλει ο κατάδικος (Ασσίζ. 10821· 4612).

[<ιταλ. battaglia. Ο τ. ‑για (<βεν. bataia) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. πα‑ <γαλλ. bataille ή <προβ. batalha, batailla. Η λ. στο Du Cange (‑ία) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες