Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαστουνόβλαχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαστουνόβλαχος ο [bastunóvlaxos] Ο20 : (μειωτ.) για αγροίκο, άξεστο άνθρωπο.

[μπαστούν(ι) -ο- + βλάχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες