Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπασμάς ο [bazmás] Ο1 : ονομασία για: 1. ειδική συσκευασία των φύλλων του καπνού, η οποία είναι γνωστή ιδίως στην ανατολική Mακεδονία. 2. (παρωχ.) ορισμένο είδος βαμβακερού υφάσματος.
[τουρκ. basma `τύπωμα, στάμπα΄ -ς]



