Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαρόβιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρόβιος ο [baróvios] Ο20 θηλ. μπαρόβια [baróvia] Ο27α : (προφ., οικ.) αυτός που συχνάζει σε μπαρ.

[μπαρ -ο- + -βιος· μπαρόβι(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες