Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαρμπακάνα η· παρπακάνα.
-
— Βλ. και μπαρμπακάς.
- Προτείχισμα, προμαχώνας:
- (Βουστρ. 20616)·
- εποίκαν έναν τοίχον ξυλένον … και εβάλαν τον καταπρόσωπα της περδέσκας ως γιον μίαν παρπακάναν (Μαχ. 48610).
[<προβ. barbacana - γαλλ. barbacane]
- Προτείχισμα, προμαχώνας:



