Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαρκάρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρκάρισμα το [barkárizma] Ο49 : (ναυτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαρκάρω.

[μπαρκαρισ- (μπαρκάρω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go