Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαργούμαν η [bárγúman] Ο (άκλ.) : γυναίκα που εργάζεται ως σερβιτόρα σε μπαρ.
[λόγ. < αγγλ. bar `μπαρ΄ + woman `γυναίκα΄ κατά το μπάρμαν (δες λ.)]