Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαράκα η.
-
- Ξύλινο σπιτάκι, παράπηγμα:
- από … ανάγκην εκάμαμεν μπαράκες, ως εμπορέσαμεν, διά ολίγην μας σκέπην (Ιερόθ. Αββ. 337). [<βεν. baraca. Τ. ‑γκα σήμ. ιδιωμ. και παράγκα κοιν. Η λ. στο Meursius]
- Ξύλινο σπιτάκι, παράπηγμα:



