Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαράζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαράζ το [baráz] Ο (άκλ.) : σειρά από όμοιες ενέργειες που διαδέχονται η μία την άλλη: ~ απεργιών / ανατιμήσεων / απολύσεων. ~ πυρός, το φράγμα πυρός. || (ως επίθ.): Aγώνας ~, αθλητικός αγώνας μεταξύ ομάδων που συνήθ. ισοψηφούν, ο οποίος γίνεται για την πρόκριση σε άλλη διοργάνωση ή την αλλαγή κατηγορίας: Aγώνας ~ για την παραμονή στην πρώτη εθνική.

[λόγ. < γαλλ. barrage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go