Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλωματού η [balomatú] Ο37 : γυναίκα που επιδιόρθωνε, μπάλωνε ρούχα.
[μσν. εμπαλωματού με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *εμπαλωμα τ(ής) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαλωματού η· εμπαλωματού.
-
— Βλ. και μπαλωτού.
- Ρούχο (γεμάτο) με μπαλώματα:
- ηγόρασέν σε … αυτήν την εμπαλωματούν, … οπὄχει κόκκινον ομπρός και μαύρον εξοπίσω (Πουλολ. 335).
[<πληθ. του ουσ. μπάλωμα + κατάλ. ού (πβ. Μηνάς 1978: 171-2)· πβ. σημερ. κουρελού]
- Ρούχο (γεμάτο) με μπαλώματα:



