Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλιά η [balá] Ο24 : η πορεία που ακολουθεί η μπάλα ύστερα από χτύπημα ή ρίξιμο καθώς και η ίδια η μπάλα, όταν ακολουθεί αυτή την πορεία: Δυνατή / ψηλοκρεμαστή / προωθημένη ~. Παίχτης που σ΄ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δεν έπιασε ούτε μία ~.
[μπάλ(α) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαλιάτο(ν) το,
- βλ. μπαϊλάτον.



