Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαλαούρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαούρο το [balaúro] Ο39 & μπαλαούρος ο [balaúros] Ο18 : 1. (ναυτ.) αποθήκη πλοίου η οποία χρησιμοποιείται και ως κρατητήριο. 2. (λαϊκ.) κρατητήριο ή φυλακή.

[ιταλ. ballauro `μικρό πλεούμενο των Aντιλλών΄· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες