Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαλαντέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαντέρ ο [baladér] Ο (άκλ.) : 1. τραπουλόχαρτο που στα πλαίσια ορισμένου παιχνιδιού μπορεί να αλλάζει αξία σύμφωνα με την επιθυμία του παίχτη που το έχει: Στην μπιρίμπα, εκτός από τα τζόκεϊ, παίζουν ως ~ και τα δυάρια. 2. (μειωτ.) για πρόσωπο που αλλάζει συμπεριφορά σύμφωνα με την επιθυμία άλλου.

[λόγ. ίσως < γαλλ. baladeur `που του αρέσει η περιπλάνηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go