Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαλάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλάκι το [baláki] Ο44 : 1. μικρή σφαίρα από διάφορα υλικά που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια συνήθ. αθλητικά: Tο ~ του τένις. (έκφρ.) σαν ~ του πιγκ πογκ*. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~ κάποιου, είμαι όργανό του, κάνω ό,τι θέλει αυτός. πετάω / ρίχνω το ~ σε κπ., υπεκφεύγω, αποφεύγω να κάνω κτ. μεταθέτοντάς το σε κπ. άλλο. 2. κάθε μικρό αντικείμενο ή μάζα σφαιρικού σχήματος: Tο ~ της γραφομηχανής.

[μπάλ(α) -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go