Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπακίρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακίρι το [bakíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. ο χαλκός. 2. (συνήθ. πληθ.) σκεύη, ιδίως μαγειρικά, κατασκευασμένα από χαλκό.

[τουρκ. bakιr ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες