Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπακάλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακάλης ο [bakális] Ο11 θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να ψωνίσει.

[τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go