Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγκανότα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγκανότα η [baŋganóta] & παγκανότα η [paŋganóta] Ο25 : τραπεζογραμμάτιο. || (ειδικότ.) παλαιά (ως τις αρχές του αιώνα μας) χάρτινη τουρκική λίρα.

[ιταλ. banconota `τραπεζογραμμάτιο΄ ( [o > a] κατά τη λ. μπάνκα) < αγγλ. bank note· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες