Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγκαλόου
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγκαλόου το [báŋgalóu] & μπαγκαλόουζ το [báŋgalóuz] Ο (άκλ.) : μικρό οίκημα που μαζί με άλλα κοντινά και συνήθ. όμοια με αυτό αποτελεί τουριστική ξενοδοχειακή μονάδα: Nοίκιασε για το καλοκαίρι ένα ~ κοντά στη θάλασσα.

[λόγ. < αγγλ. bungalow (από τα ινδικά) και πληθ. bungalows]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες