Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαγιο%
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγιονέτ η [bajonét] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική λάμπα που δε βιδώνει αλλά προσαρμόζεται στις εσοχές που έχει το ειδικό ντουί. || (ως επίθ.): Λάμπα ~.

[λόγ. < γαλλ. (fermeture à) baïonette (πρβ. μπαγιονέτα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγιονέτα η [bajonéta] Ο25 : (παρωχ.) η ξιφολόγχη.

[ιταλ. baionetta < γαλλ. baïonette (< τοπων. Bayonne όπου πρωτοκατασκευάστηκε)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go