Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαγιατίλα η [bajatíla] Ο25α : δυσάρεστη μυρωδιά ή και γεύση από μπαγιάτικα τρόφιμα: Mυρίζει ~. || (επέκτ.) για οτιδήποτε παλιό και επομένως άχρηστο.
[μπαγιάτ(ης δες στο μπαγιάτικος) -ίλα]



