Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγιατίλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγιατίλα η [bajatíla] Ο25α : δυσάρεστη μυρωδιά ή και γεύση από μπαγιάτικα τρόφιμα: Mυρίζει ~. || (επέκτ.) για οτιδήποτε παλιό και επομένως άχρηστο.

[μπαγιάτ(ης δες στο μπαγιάτικος) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες