Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαγάσας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγάσας ο [baγásas] Ο4 πληθ. μπαγάσηδες : (οικ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο έξυπνο, πονηρό ή γενικά ικανό, έτσι ώστε να πετυχαίνει αυτό που θέλει: Mε ξεγέλασε ο ~.

[μσν. μπαγάσα `πόρνη΄ < ιταλ. bagascia]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go