Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαίγνιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαίγνιο το [béγnio] Ο41 : (οικ.) για άνθρωπο που τον κοροϊδεύουν για τη συμπεριφορά του· (πρβ. περίγελος): Είναι / έγινε / κατάντησε ~ του κόσμου.

[μσν. μπαίγνιον < *εμπαίγνιον < αρχ. ρ. ἐμπαίζω κατά το συγγ. σχ.: παίζω - παίγνιον]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαίγνιον το,
βλ. παίγνιον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες