Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπίζνεσμαν ο [bíznesman] θηλ. μπιζνεσγούμαν [bíznesγúman] Ο (άκλ.) : (προφ.) αυτός που ασχολείται με μπίζνες· επιχειρηματίας.
[λόγ. < αγγλ. businessman, businesswoman]



