Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπήχτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπήχτης ο [bíxtis] Ο10 : (προφ.) αυτός που ανενδοίαστα ή φορτικά προσπαθεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες· (πρβ. γυναικάς).

[μπηκ- (μπήγω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go