Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπέτσι το.
-
- Νόμισμα· (εδώ στον πληθ.) χρήματα:
- ρήγας έναι ο πατέρας μου και έχει περίσσια μπέτσια (Τριβ., Ρε 126).
[<πληθ. bezzi του βεν. bezzo. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Νόμισμα· (εδώ στον πληθ.) χρήματα:



