Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπέρδεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπέρδεμα το [bérδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπερδεύω. 1. μπλέξιμο: Tο ~ των σκοινιών / της κλωστής. 2. ανακάτωμα: ~! Aδύνατο να βρω τις σελίδες που θέλω. 3α. σύγχυση: ~ εννοιών. β. δυσκολία, πρόβλημα: Έχει μπερδέματα με τη δουλειά του / με την αστυνομία. 4. μπλέξιμο, ανάμειξη σε υπόθεση ή σε δραστηριότητα συνήθ. ύποπτη, δυσάρεστη ή επικίνδυνη: Έχει μπερδέματα με ναρκωτικά / με την αστυνομία.

[μπερδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπέρδεμα το· μπέρδεμαν.
  • 1)
    • α) Μπλέξιμο, σύγχυση:
      • τα μπερδέματα του κόσμου ετουνού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 427
    • β) περιπλοκή, εμπόδιο:
      • (Ερωτόκρ. Β́ 751
      • αμπόδισμα και δυσκολιές και μπέρδεμα μου βάνει (Ερωτόκρ. Ά 2029
    • γ) ερωτικό μπλέξιμο:
      • τσ’ αγάπης τα μπερδέματα (Ερωφ. Δ́ 108).
  • 2) Ύποπτη σχέση, «πάρε δώσε»:
    • μετά ποιο δεν έχει αυτή μπερδέματα και μότα; (Φορτουν. Έ 17).

[<μπερδεύω ή μπερδένω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ., όπου και τ. ε‑, και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες