Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπέικον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπέικον το [béikon] Ο (άκλ.) : χοιρινό κρέας από την πλάτη ή από τα πλευρά του ζώου, το οποίο διατηρείται καπνιστό ή αλατισμένο: Aυγά τηγανητά με ~.

[λόγ. < αγγλ. bacon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες