Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπάτλερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάτλερ ο [bátler] Ο (άκλ.) : υπηρέτης με ειδικά καθήκοντα, που ανήκει στην ανώτερη βαθμίδα του υπηρετικού προσωπικού.

[λόγ. < αγγλ. butler]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go