Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπάτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάτης ο [bátis] Ο11 : ελαφρός και δροσερός άνεμος που έρχεται από τη θάλασσα· θαλασσινή αύρα: Φυσάει / δροσίζει ο ~.

[ίσως τουρκ. bati [batí] `δυτικός άνεμος΄ (μετακ. τόνου;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go