Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάους ο.
-
- Φανταστική άγρια μορφή που χρησιμοποιείται για φόβητρο των παιδιών:
- ο μπούφος … ως μπάους ανεφάνηκεν με το μεγάλον μάτιν (Πουλολ. 599).
[<ιταλ. bau. Τ. ‑ούς στο Somav.]
- Φανταστική άγρια μορφή που χρησιμοποιείται για φόβητρο των παιδιών:



